- οιναρίζω
- οἰναρίζω (Α) [οίναρον]κόβω τα φύλλα τής αμπέλου, αποφυλλίζω τα κλαδιά όταν ωριμάσουν τα σταφύλια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οἰναρίζειν — οἰναρίζω strip off vine leaves pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)